φορμαλδεΰδη

φορμαλδεΰδη
η
(χημ.), υγρό με πολύ μεγάλη αντισηπτική δύναμη, που όταν διαλύεται στο νερό δίνει τη φορμόλη (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φορμαλδεΰδη — η, Ν 1. χημ. άκυκλη οργανική χημική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων μονοαλδεϋδών, γνωστή και ως μυρμηκική αλδεΰδη καθώς και με τη συστηματική ονομασία μεθανάλη 2. (φαρμ.) διαυγές, άχρωμο και δριμείας οσμής διάλυμα, που… …   Dictionary of Greek

  • φορμαλδεΰδη ή μυρμηκική αλδεΰδη — Πρώτο μέλος της τάξης των αλειφατικών αλδεϋδών του τύπου Η CHO. Παρασκευάζεται γενικά με οξείδωση της μεθυλικής αλκοόλης με οξυγόνο του αέρα σε παρουσία καταλύτη από χαλκό ή άργυρο: 2CH3OH + O2→ 2CH2O + 2Η2Ο. Η φ. είναι αέριο άχρωμο ερεθιστικής… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… …   Dictionary of Greek

  • γαλάλιθος — Τεχνητή πλαστική ύλη που παρασκευάζεται από την καζεΐνη του γάλακτος με φορμαλδεΰδη. Είναι σώμα άχρωμο, άγευστο και δεν αναφλέγεται. Έχει ειδικό βάρος 1,3 1,4, δεν αντέχει πολύ στο νερό και μπορεί να κατεργαστεί μόνο με σκάλισμα ή τόρνευση.… …   Dictionary of Greek

  • μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλένιο — Η δισθενής ρίζα =CH2, η οποία προκύπτει από το μεθάνιο με αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου. Η ρίζα αυτή, παλαιότερα γνωστή με την ονομασία οξείδιο του μ., δεν βρίσκεται ελεύθερη, αλλά συναντάται σε πολλές οργανικές ενώσεις, και ιδιαίτερα σε παράγωγά …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυρμήγκια 2. φρ. α) «μυρμηκικό οξύ» χημ. το απλούστερο από τα μονοκαρβονικά οξέα, που είναι γνωστό και ως μεθανοϊκό οξύ και που περιέχεται στο σώμα τών μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, καθώς και σε μερικά… …   Dictionary of Greek

  • ξυλόπνευμα — (CH3OH). Είναι η μεθυλική αλκοόλη ή μεθανόλη. Το ξ. είναι υγρό άχρωμο με αδύνατη οσμή. Διαλύεται στο νερό εύκολα. Βράζει σε 64° C και στερεοποιείται σε 97° C. Προκαλεί μέθη και έχει ισχυρή δηλητηριώδη επίδραση που μπορεί να προκαλέσει τύφλωση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”